κασίδης

κασίδης
kel, saçsız, dazlak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κασίδης — και κασσσίδης και κατσίδης, ο θηλ. κασ(σ)ίδισσα και κασ(σ)ιδού 1. αυτός που πάσχει από κασίδα, κασιδιάρης 2. συνεκδ. φαλακρός 3. μτφ. ψωροπερήφανος, ακατάδεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασίδα + κατάλ. ης] …   Dictionary of Greek

  • Alonissos — Gemeinde Alonnisos Δήμος Αλοννήσου (Αλόννησος) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Alonnisos — Gemeinde Alonnisos Δήμος Αλοννήσου (Αλόννησος) …   Deutsch Wikipedia

  • Nördliche Sporaden — (Βόρειες Σποράδες) Lage der Inseln Gewässer Ägäisches Meer …   Deutsch Wikipedia

  • κατσίδης — ο βλ. κασίδης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”